ΑΝΘΕΛΛΗΝΑΡΑΣ / ANTHELLENATOR

The Anthellenator - Greek Judgment Day ✡ Ⓐ ☭ ☢

The tyrannical AI government known as "SKYGREECENET" became self-aware and lead Greece to the point of Absolute Chaos and Total Fascism. The government-trained humanoids "₪ SIEG-HELLA-SS-88 ₪" have risen. The only hope for salvation is an emotionless and efficient killing machine called Anthellenator, a cyborg assassin programmed by "The NWO Resistance". After successfully wiping the first wave of Greek Drones, the Anthellenator is back to initiate the Greek Judgment Day.

Σάββατο 23 Μαΐου 2015

Ελληνοτζιχαντισμός




Ελληνοτζιχαντισμός



Οι Ελληναράδες δε θέλουν τους αλλόθρησκους και τα τζαμιά και οι τζιχαντιστές δε θέλουν τους αλλόθρησκους και τους ναούς τους.
Οι Ελληναράδες θέλουν τις γυναίκες μέσα στο σπίτι, νοικοκυρές και χωρίς πολύ ανοιχτά ρούχα και οι τζιχαντιστές το ίδιο.
Οι Ελληναράδες θεωρούν πως "η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα" και οι τζιχαντιστές θεωρούν ακριβώς το ίδιο.
Οι Ελληναράδες θεωρούν πως όταν μια γυναίκα πάει με όποιον θέλει πρέπει να τιμωρηθεί και πως όταν φοράει αποκαλυπτικά ρούχα τις αξίζει ο βιασμός και οι τζιχαντιστές τις τιμωρούν για τα ίδια.
Οι Ελληναράδες στρέφονται εναντίον ομοφυλόφιλων και τρανσέξουαλ και τους κυνηγάνε και οι τζιχαντιστές κάνουν το ίδιο.
Οι Ελληναράδες πιστεύουν πως η ελληνοβοθρόδοξη θρησκεία τους πρέπει να εξαπλωθεί παντού, οι τζιχαντιστές το ίδιο για το Ισλάμ.
Οι Ελληναράδες λένε πως "θα πάρουμε την Πόλη" και ψάχνουν για τις "χαμένες πατρίδες" και οι τζιχαντιστές παίρνουν την Παλμύρα και όλες τις πατρίδες που πιστεύουν πως τους έταξε ο Αλλάχ.
Οι Ελληναράδες βοθρόδοξοι χριστιανοί κατέστρεψαν όλους τους αρχαιοελληνικούς ναούς προ Χριστού, οι τζιχαντιστές καταστρέφουν τους ναούς προ Αλλάχ.

Ο λόγος που οι Ελληναράδες δε μπορούν τους τζιχαντιστές, είναι επειδή βλέπουν πολύ απότομα το είδωλό τους στο καθρέφτη.

Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

O τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού



O τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού



Πέντε χρόνια συμπληρώθηκαν χθες από τον εμπρησμό της τράπεζας Μαρφίν κι ακόμα η δικαστική διαδικασία βρίσκεται σε εκκρεμότητα. Τρεις εργαζόμενοι έχασαν τη ζωή τους, τέσσερα στελέχη της τράπεζας πήγαν σε δίκη, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ο Βγενόπουλος έπεσε στα μαλακά και το Κράτος βρήκε την αφορμή που ζητούσε ώστε να καταδικάσει σύσσωμο τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Όλα αυτά, με αφορμή ένα ανώνυμο γράμμα που μίλαγε για κάποιον Σίψα, ο οποίος σε όλα τα βίντεο από το συμβάν ήταν σε άλλα σημεία με άλλα ρούχα.

Στις 12 Δεκεμβρίου του 1969, γύρω στις 4:30 το απόγευμα, μια βόμβα εξερράγη στην Αγροτική Τράπεζα στο Μιλάνο, στην Πλατεία Φοντάνα, στο κέντρο της πόλης. Ήταν Παρασκευή, μέρα που η τράπεζα θα έμενε ανοιχτή έως αργά και ήταν γεμάτη κόσμο. Δεκατέσσερις άνθρωποι σκοτώθηκαν επί τόπου από την έκρηξη, δύο ακόμα πέθαναν αργότερα στο νοσοκομείο, και περίπου 80 τραυματίστηκαν, ορισμένοι πολύ σοβαρά.
Δεν ήταν η μόνη βόμβα εκείνης της χρονιάς. Δεκάδες είχαν εκραγεί μέσα στο 1969, με πιο βασικές δύο βόμβες στις 25 Απριλίου, στο περίπτερο της Φίατ στην εμπορική έκθεση στο Μιλάνο και στην υπηρεσία συναλλάγματος της Εθνικής Τράπεζας Επικοινωνιών του Κεντρικού Σταθμού, και άλλες οκτώ που ήταν τοποθετημένες σε ισάριθμα τρένα στις 9 Αυγούστου. Και δεν ήταν η μόνη βόμβα εκείνης της 12η Δεκέμβρη. Μια δεύτερη εντοπίζεται σε μικρή απόσταση, στην έδρα τις Ιταλικής Εμπορικής Τράπεζας στην Πιάτσα ντε λα Σκάλα, μέσα σε τσάντα που ένας κλητήρας βρήκε εγκαταλελειμμένη κοντά στην είσοδο ενός ασανσέρ. Οι πυροτεχνουργοί της αστυνομίας θα προκαλέσουν την ελεγχόμενη έκρηξή της αργότερα το ίδιο βράδυ. Πιο νότια, στη Ρώμη, ολοκληρώνεται η αλληλουχία των εκρήξεων εκείνης της μέρας. Λίγο πριν τις πέντε το απόγευμα, σε έναν υπόγειο διάδρομο της Εθνικής Τράπεζας Εργασίας στην οδό Βένετο, γίνεται μια έκρηξη που προκαλεί τον τραυματισμό 14 υπαλλήλων. Και λίγο αργότερα, δύο ακόμα μηχανισμοί μικρότερης ισχύος εκρήγνυνται στην Πιάτσα Βενέτσια, όπου τραυματίζονται τρεις περαστικοί και ένας καραμπινιέρος. Πέντε βόμβες, σε δύο πόλεις, στις 12 Δεκέμβρη του 1969. Η μία από αυτές φονική.

Τρεις μέρες αργότερα, γύρω στα μεσάνυχτα της Δευτέρας 15 Δεκεμβρίου, ο Άλντο Παλούμπο, συντάκτης της εφημερίδας L’ Unita, θα είναι ο πρώτος που θα αντικρίσει τον δέκατο έβδομο νεκρό της σφαγής της Πλατείας Φοντάνα. Βγαίνοντας από το κτίριο της αστυνομικής διεύθυνσης του Μιλάνο ακούει έναν γδούπο, μετά άλλους δύο, και είναι ένα σώμα που πέφτει από ψηλά, χτυπάει στο πρώτο γείσο του τοίχου, αναπηδάει σ’ ένα άλλο ακριβώς από κάτω και τελικά τσακίζεται στο έδαφος, το μισό στο πλακόστρωτο της αυλής, το μισό στο μαλακό χώμα της πρασιάς*.

Είναι το σώμα του Τζουζέπε (Πίνο) Πινέλι, του μιλανέζου αναρχικού εργάτη στους σιδηρόδρομους, που μαζί με πολλούς ακόμα είχε προσαχθεί στην αστυνομική διεύθυνση και ανακρινόταν για την υπόθεση των βομβών. Ο Πίνο Πινέλι εκπαραθυρώθηκε από τον τέταρτο όροφο του μεγάρου της αστυνομικής διεύθυνσης στην οδό Φατεμπενεφρατέλι στο Μιλάνο. Ήταν 40 ετών, ενεργό μέλος της αναρχικής σκηνής του Μιλάνο, μέλος του Κύκλου της Πόντε ντελα Γκιζόλφα και του Αναρχικού Μαύρου Σταυρού, γνωστός και σεβαστός στους κύκλους της άκρας αριστεράς, γνωστός και στις αρχές. Ήταν παντρεμένος με την Λίτσια Πινέλι και είχε δύο μικρές κόρες.

Από το πρωί της 13ης Δεκέμβρη οι έρευνες της αστυνομίας για τις βόμβες προσανατολίστηκαν στο χώρο των αναρχικών και της άκρας αριστεράς, όπως άλλωστε είχε γίνει και για τις προηγούμενες επιθέσεις εκείνης της χρονιάς. Και όπως σύντομα θα αποδεικνυόταν, αυτός ο προσανατολισμός και οι διώξεις των αναρχικών που ακολούθησαν ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα της ίδιας της «επιχείρησης». Βοηθούσε στη συγκάλυψη του ότι η σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα διατάχθηκε από τις μυστικές υπηρεσίες του ιταλικού κράτους, και εκτελέστηκε από μέλη νεο-φασιστικών ομάδων. Η εμπλοκή όμως των μυστικών υπηρεσιών και των φασιστών στις «βόμβες στο ψαχνό», και η όλη εξέλιξη της «στρατηγικής της έντασης», που ξεδιπλώθηκε στην Ιταλία από το 1969 και για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, ήταν τότε, τον Δεκέμβρη του 1969, πολύ μακριά από τα βλέμματα των τρομοκρατημένων μιλανέζων. Εκείνες τις μέρες η αστυνομία και τα μήντια έδειχναν τον «μαυροκόκκινο τρόμο», και πάνω από εκατό αναρχικοί και νέοι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς πέρασαν από τα κρατητήρια.

Το πρωί της Δευτέρας 15 Δεκέμβρη συλλαμβάνεται ο 36 χρονος μιλανέζος αναρχικός Πιέτρο Βαλπρέντα, που ζούσε στη Ρώμη από τις αρχές του 1969, και ήταν ήδη διωκώμενος από τις δικαστικές αρχές για τις βομβιστικές επιθέσεις του Απριλίου και του Αυγούστου. Την  επόμενη μέρα η αστυνομία ανακοινώνει την εμφάνιση ενός μάρτυρα οδηγού ταξί, που αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Βαλπρέντα τον επιβάτη που μετέφερε, το απόγευμα της 12ης, κοντά στην Αγροτική Τράπεζα στην Πιάτσα Φοντάνα. Τις μέρες και τους μήνες που ακολούθησαν, η φιγούρα του Πιέτρο Βαλπρέντα χρησιμοποιήθηκε από το ιταλικό κράτος, την αστυνομία και τα ΜΜΕ που την υπηρετούσαν ως εκείνη του «αιμοσταγούς εξτρεμιστή», του «τέρατος» που έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρξει προκειμένου να του αποδοθεί μια τέτοια σφαγή. Ο Βαλπρέντα αποφυλακίστηκε εντέλει, καθώς και οι υπόλοιποι αναρχικοί που κρατούνταν για τη βόμβα στην Πιάτσα Φοντάνα, το Δεκέμβρη του 1971, τρία χρόνια μετά τις επιθέσεις, και απαλλάχθηκε οριστικά από την εμπλοκή του μόνο το 1985, μετά από αλλεπάλληλες δίκες και εισαγγελικές έρευνες στις οποίες ενεπλάκησαν μέλη φασιστικών οργανώσεων και πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών.

Ο Πίνο Πινέλι συνελήφθη, μαζί με πολλούς ακόμα συντρόφους του, το βράδυ της 12ης Δεκέμβρη. Ακολουθεί τους αστυνομικούς στην αστυνομική διεύθυνση με το μηχανάκι του. Τα μεσάνυχτα ανακρίνεται για πρώτη φορά. Του ζητάνε πληροφορίες γι’ αυτόν τον τρελό τον Βαλπρέντα… Το πρωί της Κυριακής 14, ένας αστυνομικός τηλεφωνεί στη σύζυγο του Πινέλι: «Πείτε στους σιδηρόδρομους ότι ο σύζυγός σας είναι άρρωστος και δεν θα πάει στη δουλειά». Ο τόνος είναι φιλικός, δεν υπάρχει λόγος να δημιουργούνται προβλήματα στη δουλειά. Στις 9:30 το πρωί της Δευτέρας, ο Πινέλι δέχεται την επίσκεψη της μητέρας του, που τον βρίσκει «ήρεμο, χαμογελαστό και γαλήνιο». Κατά τις δυόμιση η Λίτσια δέχεται ένα ακόμα τηλεφώνημα: «Τηλεφωνήστε στους σιδηρόδρομους και πείτε ότι ο σύζυγός σας κρατείται για εξακρίβωση. Καταλάβατε; Πρέπει να πείτε ότι κρατείται»

Η τελευταία ανάκριση του Πινέλι εκτυλίσσεται το βράδυ της Δευτέρας 15 Δεκέμβρη στο γραφείο του αστυνόμου Λουίτζι Καλαμπρέζι. Παρόντες ήταν οι αστυνομικοί Βίτο Πανέσα, Τζουζέπε Καρακούτα, Κάρλο Μαϊνάρντι, Πιέτρο Μουτσίλι, και ο υπολοχαγός των καραμπινιέρων Σαβίνο Λεγκράνο. Ο Καλαμπρέζι υποστήριξε ότι βγήκε λίγο πριν τα μεσάνυχτα για να ενημερώσει τους ανώτερούς του για την πορεία της ανάκρισης. Λίγο μετά τη μία το πρωί της 16ης Δεκέμβρη, δημοσιογράφοι χτυπούν την πόρτα της Λίτσια Πινέλι και την πληροφορούν ότι ο σύζυγός της έπεσε από το παράθυρο. Η ακριβής ώρα αλλά και ο τρόπος της πτώσης, καθώς και τα πορίσματα της πρώτης ιατροδικαστικής εξέτασης, δημιουργούν εξαρχής μεγάλα κενά στην εκδοχή της αυτοκτονίας, την οποία η αστυνομία υποστήριξε από την πρώτη στιγμή. Για την ακρίβεια, μέσα σε ένα μήνα η αστυνομία έδωσε τρεις αντιφατικές εκδοχές για τη μηχανική αυτής της αυτοκτονίας. Πρώτη: Όταν ο Πινέλι άνοιξε διάπλατα το παράθυρο, προσπαθήσαμε να τον σταματήσουμε αλλά χωρίς επιτυχία. Δεύτερη: Όταν ο Πινέλι άνοιξε διάπλατα το παράθυρο, προσπαθήσαμε να τον σταματήσουμε και, εν μέρει, τα καταφέραμε, με την έννοια ότι μετριάσαμε τη φόρα (εξηγώντας με τον τρόπο αυτό γιατί το σώμα του Πινέλι στην ουσία γλίστρησε κατά μήκος του τοίχου πέφτοντας, σ.τ.σ). Αλλά αυτή η εκδοχή δόθηκε εκ των υστέρων, αφού δηλαδή οι εφημερίδες είχαν αναδείξει τον παράξενο χαρακτήρα της πτώσης. Τέλος, η τελευταία, η πλέον απίστευτη, που δόθηκε «σε αποκλειστικότητα» στις 17 Ιανουαρίου στην Corriere de la Sera: Όταν ο Πινέλι άνοιξε διάπλατα το παράθυρο προσπαθήσαμε να τον σταματήσουμε και ένας από τους υπαξιωματικούς που ήταν παρόντες, ο επιλοχίας Βίτο Πανέσα, με ένα άλμα «προσπαθεί να τον πιάσει και να τον σώσει. Στο χέρι του μένει μόνο το ένα παπούτσι του αυτόχειρα». Οι δημοσιογράφοι που σπεύδουν στην αυλή, θυμούνται καθαρά ότι ο αναρχικός φορούσε και τα δύο παπούτσια.

Ύστερα η αστυνομία δίνει δύο εκδοχές για το κίνητρο της αυτοκτονίας: Πρώτη: Ο Πινέλι ήταν ανακατεμένος στις απόπειρες, το άλλοθί του για το απόγευμα της 12ης Δεκεμβρίου είχε καταρρεύσει και, αισθανόμενος πια χαμένος, επέλεξε την τελική λύση, κραυγάζοντας «Είναι το Τέλος της Αναρχίας». Δεύτερη εκδοχή, που δόθηκε κι αυτή εκ των υστέρων, αφού το άλλοθί του είχε αποδειχθεί απόλυτα έγκυρο: Ο Πινέλι, αθώος, ένα έντιμο παιδί, κανείς από μας δεν μπορεί να εξηγήσει την πράξη του.

Οι σύντροφοι του Πινέλι υποστήριξαν από την πρώτη στιγμή ότι η αστυνομία ήταν ένοχη για τη δολοφονία του, και ότι αλλού θα πρέπει να αναζητηθούν οι ένοχοι των βομβών. Στις 17 Δεκεμβρίου ο Κύκλος της Πόντε ντε λα Γκιζόλφα καλεί συνέντευξη τύπου, στην οποία οι ελάχιστοι δημοσιογράφοι που παραβρέθηκαν θα ακούσουν τη φράση που που θα συνοδεύσει την προσπάθεια πολλών ακόμα που επιχείρησαν να καταδείξουν ποιοι βρίσκονταν πίσω από τις «βόμβες στο ψαχνό» και τι επιδίωκαν: «Ο Πινέλι δολοφονήθηκε, ο Βαλπρέντα είναι αθώος, η σφαγή είναι του κράτους».

Από την εξέλιξη των επίσημων ερευνών για την υπόθεση Πινέλι προέκυψαν πορίσματα που συναγωνίζονταν σε ασυναρτησία και φαιδρότητα τις αρχικές εκδοχές της αστυνομίας για το θάνατό του. Τέσσερις μήνες αργότερα, τον Απρίλιο του 1970, ο ανακριτής του Μιλάνο ζητά την αρχειοθέτηση της υπόθεσης, αποδίδοντας το θάνατο του αναρχικού σε «τυχαίο περιστατικό». Τα ακριβή λόγια αυτού του πορίσματος, ότι επρόκειτο για έναν “morte accidentale”, ενέπνευσαν άλλωστε τον τίτλο στο έργο του Ντάριο Φο.

Η υπόθεση θα ανοίξει δύο φορές ακόμα τους επόμενους μήνες: Τον Οκτώβριο του 1970, όταν ο αστυνόμος Λουίτζι Καλαμπρέζι θα καταθέσει μηνυτήρια αναφορά στον υπεύθυνο της εβδομαδιαίας εφημερίδας Lo1a Con0nua Πίο Μπαλντέλι, για το γεγονός ότι τον κατηγορούσε ως δολοφόνο του Πινέλι. Το πρώτο ανέβασμα άλλωστε του έργου «Morte accidentale di un anarchico» του Ντάριο Φο στο Βαρέζε, βόρεια του Μιλάνο, τον Δεκέμβριο του 1970, συνέπεσε με την εξέλιξη αυτής ακριβώς της δίκης, και ο Φο παρουσίαζε στις παραστάσεις διαφορετικές εκδοχές του κειμένου του, ανάλογα με τα νέα που μάθαινε από το δικαστήριο. Ο «δολοφόνος Καλαμπρέζι», ο «επιθεωρητής-παράθυρο» (commissario-finestra) ήταν πράγματι βασικό πρόσωπο στην εκστρατεία αντιπληροφόρησης της άκρας αριστεράς για την υπόθεση της Πιάτσα Φοντάνα και της δολοφονίας του Πινέλι. Το όνομά του εμφανιζόταν στους τοίχους και ακουγόταν στις διαδηλώσεις. Και η ιστορία του Λουίτζι Καλαμπρέζι είχε μια συνέχεια που έφτασε έως και τις μέρες μας: Στις 17 Μαΐου του 1972 ο αστυνόμος Καλαμπρέζι δολοφονήθηκε με δύο σφαίρες έξω από το σπίτι του στο Μιλάνο. Και ενώ για πολλά χρόνια η δολοφονία αυτή παρέμενε από την αστυνομία ανεξιχνίαστη, τον Ιούλιο του 1988 ένας «μετανοημένος» του ένοπλου αγώνα, από τους πολλούς της περιόδου μετά τη συντριβή του αντάρτικου πόλης από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Λεονάρντο Μαρίνο, πρώην μέλος της οργάνωσης Lo1a Con0nua, παρουσιάζεται στους καραμπινιέρους και ομολογεί, μετά από 24 μέρες, την ευθύνη του, ως οδηγού του αυτοκινήτου, στην επίθεση στον Καλαμπρέζι. Ο Μαρίνο κατηγορεί ένα άλλο πρώην μέλος της οργάνωσης, τον Οβίντιο Μπομπρέσι, ως εκτελεστή, και τους δύο ηγέτες της, Τζιόρτζιο Πιετροστέφανι και Αντριάνο Σόφρι, ως εντολείς. Μετά την οριστική καταδίκη των τριών σε   22 χρόνια κάθειρξης το 1997, ο Σόφρι, αρνούμενος να ζητήσει χάρη, θεωρώντας ότι αυτό θα αποτελούσε παραδοχή της ενοχής του, έμεινε στη φυλακή έως το 2006 και σε κατ’ οίκον περιορισμό έως τον Ιανουάριο του 2012, οπότε και έληξε η ποινή.

Τέλος, η υπόθεση Πινέλι άνοιξε για μια τελευταία φορά φορά τον Οκτώβριο του 1971, μετά από μηνυτήρια αναφορά της συζύγου του Λίτσια. Ο ανακριτής του Μιλάνο εκδίδει κλήση για ανθρωποκτονία από πρόθεση εναντίον του Καλαμπρέζι και των αστυνομικών που ήταν παρόντες στην τελευταία ανάκριση. Διατάσσει επίσης την εκταφή του πτώματος του Πινέλι, που μέχρι τότε οι δικαστικές αρχές είχαν αποφύγει. Όμως έχει περάσει καιρός, και το σώμα του αναρχικού δεν μπορεί πια να μιλήσει. Το τελικό πόρισμα, με το οποίο έκλεισε οριστικά η υπόθεση Πινέλι στις 27 Οκτωβρίου του 1975, απέδωσε το θάνατό του σε μια «δραστική αδιαθεσία» (malore a2vo). Όσο δραστική χρειαζόταν, για να τον σπρώξει από το παράθυρο του τετάρτου ορόφου.

Οι κατοπινές έρευνες απέδειξαν ότι οι τρομοκρατικές ενέργειες σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν από ακροδεξιές -φασιστικές οργανώσεις σε συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες. Το γεγονός αυτό παραδέχθηκε και το Ιταλικό κράτος.

(Φώτο: Η βομβιστική επίθεση στην Ιταλία - Το γράμμα για Σίψα)